- δέσποσμα
- δέσπ-οσμα, ατος, τό,A act of authority: pl., δ. Μοιρῶν decrees of fate, Man.4.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέσποσμα — ( ατος), το (Α) [δεσπόζω] η δεσποτική αρχή, η θέληση τού κυρίου … Dictionary of Greek
δεσπόσμασι — δέσποσμα act of authority neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)